- τραγῴδημα
- τρᾰγῴδ-ημα, ατος, τό,A piece of play-acting, Porph.Chr. 69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγῴδημα — piece of play acting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγώδημα — το / τραγῴδημα, ατος, ΝΜΑ [τραγῳδῶ] τραγούδι, άσμα νεοελλ. το τραγικά παριστανόμενο σε ομιλία ή σε θεατρική ερμηνεία, τραγική παράσταση αρχ. τραγικό συμβάν … Dictionary of Greek
τραγῳδημάτων — τραγῴδημα piece of play acting neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδήμασι — τραγῴδημα piece of play acting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδήμασιν — τραγῴδημα piece of play acting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγῳδήματος — τραγῴδημα piece of play acting neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆՈԽԱԶԵՐԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0438 Chronological Sequence: 11c, 13c գ. τραγῳδία, τραγῴδημα tragoedia, tragica oratio. Ողբերգութիւն. եղերգութիւն. տաղ եւ խաղ թատրոնական՝ որ զաղէտս նկարագրէ. *Ողբերգութիւն՝ նոխազերգութիւն ասի ըստ յունականին: Զողբերգութիւն յայն սակս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)